ενσαρκώνω

ενσαρκώνω
και ενσαρκώ (Μ ἐνσαρκῶ, -όω) [ένσαρκος]
δίνω σάρκα, ανθρώπινη υπόσταση
νεοελλ.
1. πραγματοποιώ, δίνω υλική υπόσταση
2. εμφανίζω κάτι αφηρημένο σαν απτό, υλικό σώμα
3. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι ως η υλική φανέρωση μιας ιδέας («ενσαρκώνει τις ελπίδες τού λαού»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενσαρκώνω — ενσαρκώνω, ενσάρκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενσωματώνω — (AM ἐνσωματῶ, όω) [σωματώ] ενσαρκώνω, αποτελώ την υλική υπόσταση ή το υπόδειγμα μιας έννοιας, αξίας κ.λπ. νεοελλ. συνενώνω ή παρεμβάλλω στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα ή ένα οργανικό σύνολο …   Dictionary of Greek

  • μετενσαρκώνω — μετεμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ενσαρκώνω «δίνω σάρκα»] …   Dictionary of Greek

  • προαποσαρκώ — όω, Α ενσαρκώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσαρκοῦμαι «αφαιρώ τη σάρκα, ενσαρκώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • σωματίζω — Α [σῶμα, σώματος] 1. περιβάλλω με σώμα, ενσαρκώνω 2. καταγράφω σε επίσημο βιβλίο 3. διατυπώνω σε μορφή αποδεικτικού εγγράφου …   Dictionary of Greek

  • σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σωματώ — όω, ΜΑ [σῶμα, σώματος] 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική φύση σε κάτι, ενσαρκώνω («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.) 2. παθ. σωματοῡμαι όομαι γίνομαι στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ. β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • υποσωματώ — όω, Α δυναμώνω, ανανεώνω βαθμιαία το σώμα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σωματῶ «προσδίδω υπόσταση, ενσαρκώνω» (< σῶμα, σώματος)] …   Dictionary of Greek

  • υποτραγωδώ — έω, ΜΑ ενσαρκώνω δευτερεύον πρόσωπο σε τραγωδία (| αρχ. απαγγέλλω σαν να παίζω τραγωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τραγῳδῶ «παρουσιάζω τραγωδία, απαγγέλλω με τραγικό τόνο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”