ενσαρκώνω — ενσαρκώνω, ενσάρκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενσωματώνω — (AM ἐνσωματῶ, όω) [σωματώ] ενσαρκώνω, αποτελώ την υλική υπόσταση ή το υπόδειγμα μιας έννοιας, αξίας κ.λπ. νεοελλ. συνενώνω ή παρεμβάλλω στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα ή ένα οργανικό σύνολο … Dictionary of Greek
μετενσαρκώνω — μετεμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ενσαρκώνω «δίνω σάρκα»] … Dictionary of Greek
προαποσαρκώ — όω, Α ενσαρκώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσαρκοῦμαι «αφαιρώ τη σάρκα, ενσαρκώνομαι»] … Dictionary of Greek
σωματίζω — Α [σῶμα, σώματος] 1. περιβάλλω με σώμα, ενσαρκώνω 2. καταγράφω σε επίσημο βιβλίο 3. διατυπώνω σε μορφή αποδεικτικού εγγράφου … Dictionary of Greek
σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
σωματώ — όω, ΜΑ [σῶμα, σώματος] 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική φύση σε κάτι, ενσαρκώνω («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.) 2. παθ. σωματοῡμαι όομαι γίνομαι στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ. β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι»,… … Dictionary of Greek
υποσωματώ — όω, Α δυναμώνω, ανανεώνω βαθμιαία το σώμα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σωματῶ «προσδίδω υπόσταση, ενσαρκώνω» (< σῶμα, σώματος)] … Dictionary of Greek
υποτραγωδώ — έω, ΜΑ ενσαρκώνω δευτερεύον πρόσωπο σε τραγωδία (| αρχ. απαγγέλλω σαν να παίζω τραγωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τραγῳδῶ «παρουσιάζω τραγωδία, απαγγέλλω με τραγικό τόνο»] … Dictionary of Greek